λιχνώ

λιχνώ
-άω
λιχνίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λικμῶ, με τροπή τού ψιλού στο αντίστοιχο δασύ πριν από έρρινο και συγχρόνως τροπή τού -μ- σε -ν- (πρβλ. ατμός: αχνός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λίχνῳ — λίχνος gluttonous masc/neut dat sg λίχνος gluttonous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίχνος — η, ο (AM λίχνος, η, ον, θηλ. και ος) αυτός που τού αρέσουν πολύ τα εκλεκτά φαγητά, λαίμαργος, λειχούδης (α. «οἱ λίχνοι τοῡ αἰεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες», Πλάτ. β. «λίχνῳ ὄντι αὐτῷ τὴν ψυχήν», Πλάτ.) αρχ. 1. μτφ. περίεργος, άπληστος… …   Dictionary of Greek

  • λιχνίζω — αποχωρίζω το άχυρο από το σιτάρι με το λιχνιστήρι, λικμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού λιχνῶ, σχηματισμένος από τον αόρ. ἐλίχνησα, που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”